τρυπήσεις

τρυπήσεις
τρύπησις
boring
fem nom/voc pl (attic epic)
τρύπησις
boring
fem nom/acc pl (attic)
τρῡπήσεις , τρυπάω
bore
aor subj act 2nd sg (attic epic ionic)
τρῡπήσεις , τρυπάω
bore
fut ind act 2nd sg (attic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • διαπεραστός — ή, ό αυτός που είναι δυνατόν να διαπεραστεί από το φως, από υγρό ή αέριο: Μην προσπαθείς να το τρυπήσεις, δεν είναι διαπεραστό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”